- κεναγγία
- κεναγγία και κενεαγγίη, ἡ (Α) [κεναγγής]1. η κενότητα, το άδειασμα τών αγγείων τού σώματος, επομένως, ο λιμός, η πείνα, η εξάντληση2. φρ. «κεναγγίαν ἄγω» — νηστεύω, Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεναγγία — κεναγγίᾱ , κεναγγία emptiness of vessels fem nom/voc/acc dual κεναγγίᾱ , κεναγγία emptiness of vessels fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεναγγίᾳ — κεναγγίᾱͅ , κεναγγία emptiness of vessels fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεναγγίαν — κεναγγίᾱν , κεναγγία emptiness of vessels fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek
κενεαγγίη — κενεαγγίη, ἡ (Α) 1. κενεαγγία, λιμός, πείνα, εξάντληση 2. ιατρ. κένωση, άδειασμα με φλεβοτομία («φλεγμονῆς δὲ κενεαγγίη λύσις», Αρετ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. τού κεναγγία] … Dictionary of Greek